νεόθυτος

νεόθυτος
νεό-θυτος, neu, eben erst geopfert

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόθυτος — νεόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”